ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Λόγος ἐπικήδειος εἰς τόν Καραϊσκάκην (24 Ἀπριλίου 1827)

Δοκας κτωρ- θάνατος το Καραϊσκάκη, 1930
Τρικούπης Σπυρίδων 
(ξεφωνήθη ντίπερα το Πόρου, τν 24ην πριλίου 1827)

«ρη τ ν Γελβου μ καταβάτω δρόσος κα μ ετς φ’ μς κα γροί παρχν» (Βασ. Δευτ. κεφ. Α’)
Ατ δυρόμενος λεγεν Δαυΐδ, ταν λθεν ες ατόν, καθήμενον ες Σικελάγ, μετ τν φθοράν τν μαληκιτν, νθρωπος μαληκίτης π τ στρατόπεδον το Σαούλ, λος καταξεσχισμένος κα χμα χων ες τν κεφαλήν του, κα νάγγειλε τν θάνατον το Σαολ κα το ωνάθαν.

Δροσιά, λέγω κα γώ, δροσι κα βροχ ν μ πέσουν πλέον παρ τ Φάληρον κα παρχάς ν μ δώσ γ κείνη.

Ες τν γν κείνην πεσεν δυνατός, κοφος πρ ετούς κα πρ λέοντας κραταιός. δυνατός, το ποίου ρομφαία δν στρέφετο ες τν θήκην της πρν βαφ μ τ αμα τν πληγωμένων πρν λειφθ μ τν δυνατν τ παχέα σπλάγχνα.

Κλαύσατε, θυγατέρες τς Ρούμελης, τν θάνατον το Καραϊσκάκη• κλαύσατε, θυγατέρες τς Ρούμελης, τν θάνατον κείνου, ποος, καταταχθείς π κεφαλς τν δελφν σας, λάμπρυνε τ αχμηρόν πρόσωπόν σας, σς βγαλε τ πένθιμα φορέματα, σς νδυσε λαμπρ κα τρεχεν κάματος τν τωρινν νοιξιν ες τάς κορυφάς το μηττο, δι ν κόψ εοσμα νθη κα ν στεφανώσ τάς παρθενικάς κεφαλάς σας.

λλά τί προσκαλ μόνον τάς Θυγατέρας τς Ρούμελης ες κλαυθμούς; πς ν μ κλαύσωμεν λοι ; πς ν παρηγορηθμεν δι τν θάνατον τοιούτου νδρς ;

Μεταφέρω τν νον μου ες τν πρ νς χρόνου ξιοθρήνητον κα τρομεράν τς πατρίδος κατάστασιν. Τ νέφος βλέπω το δουλικο σκότους ξαπλωμένον π τάς λαμπράς κα τότε ζοφωμένας κορυφάς το Μακρυνόρους κα π τ παράλια τς καρνανίας ως τ πέριξ τς ττικς.

Τ νέφος τοτο σκεπαζεν ς μαρος μανδύας τ νεκρικν κρεββάτι τς Ρούμελης• μακρ κα βαθ σκότος σύρετο κατόπιν το νεκρικο ατο μανδύου καταπυκνωμένον κα φοβέριζε ν πέσ λον κα ες τ πρόσωπον τς Πελοποννήσου, τν ποίαν, κα ατήν, εχεν ποσβολομένην Αγυπτιακ μίχλη.

Πάντη ναντίαν τς νεκρικς κείνης σκηνς χω σκηνν σήμερον πρ φθαλμν μου. Φς λευθερίας, φς δόξης βλέπω σήμερον χυμένον π τάς κορυφάς το Μακρυνόρους κα τ παράλια τς καρνανίας ως τ πέριξ τς ττικς.

Τ φς τοτο τς λευθερίας κα δόξης νυπρχεν ες τάς ψυχάς τν Ρουμελιωτν, λλά δν χύθη ες τν σκοτισμένην κείνην γν παρ δι τς σχυρς δεξις το Καραϊσκάκη.

Ατός, διασκορπισμένα τ παλληκάρια τς Ρούμελης τδε κακεσε, κδικησιν πνέοντα κα αμα χθρικόν διψντα, διότι μολυσμς δουλείας δν ξαλείφεται παρ μ αμα, τ σύναξε κα τ δήγησε πάλιν ες τ στάδιον τς πολεμικς καρτερίας, γινόμενος διος ατς τ παράδειγμα ες δεκάμηνον διάστημα τς πολεμικς ατς καρτερίας.

Παντοδαπάς λλείψεις πασχε τ π τν δηγίαν του στρατόπεδον τς λλάδος, λλά ποτ ες διάλυσίν του δν τάς πρότεινε, ποτ δν γόγγυσε δι τάς πολυειδες του κακουχίας κα ταλαιπωρίας, ποτ δν νέδοσεν ες σους πειρασμος δι τν θέσιν ες τν ποίαν ερίσκετο πέπεσε• σεμνυνόμενος δικαίως ες τ ψηλόν ξίωμα τς ρχηγίας, μ τ ποιον Κυβέρνησίς του τν τίμησε, ποτ δν νόμισεν τι ατ μόνον μποροσε ν τν λαμπρύν.

ξευρεν τι τ ργα μόνα εναι λαμπρότης.

θεν ξιος το ψηλο ατο ξιώματος φαίνετο δι τν ργων του- τρομος πάντοτε ες τος πολέμους, τρομώτερος πολ φάνη καθ’ διάστημα τον ρχηγς τν κατ τν στερεν λλάδα στρατευμάτων.

Τότε εχε ψωμ κα ατς ταν εχαν κα ο γαπητοί του λληνες• κλίνη του τον κλίνη πλο στρατιώτου- πρωταγωνιστής παρουσιάζετο κα τν τιμν το γνος λην τν πέδιδεν ες λλους, νθουσιασμένος δι τν παλληκαριάν ς πολληκάρι κα διος, τν τιμοσεν που τν βλεπε κα τν ντάμειβε πλουσιοπάροχα.

Τος γνωστος δι τν νδρείαν τους κραζε κατ’ νομα, ταν ξεσπάθωνεν ν καιρ μάχης, διά νά τν κολουθήσουν. βγανε τ πιστόλια του π τήν μέσην του κα μ’ ατά, ες νταμοιβν παλληκαρις, στόλιζε το παλληκαριο τν μέσην. λυε τν ζώνην του κα διδεν ες τάς νάγκας το πολέμου κα τ στερον νόμισμά του.

δού, λληνες, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸν ἄξιον ὁδηγόν στρατευμάτων, ἰδοὺ ὅσα λαμπρύνουν τὸ ὑψηλόν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, ἰδοὺ ὅσα ἀποθανατίζουν τὸν πολεμικὸν καὶ ἀποκατασταίνουν τὸν στρατηγὸν ποθητὸν εἰς τὸν στρατιώτην, σεβαστὸν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος του καὶ φημισμένον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εἰς ὅλους τούς αἰῶνας.
 

Εικόνα «Ο θάνατος του Καραϊσκάκη», έργο του Σπύρου Βασιλείου: από:prwtotypos.wordpress.com

 
Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ κλαύσωμεν ; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς ;
Τοιαύτη ἐστάθη ἡ διαγωγὴ τοῦ πατριώτου Καραϊσκάκη εἰς τὸ διάστημα τῆς δεκαμήνου ἀρχηγίας του. Ἀλλ’ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ἡ ὥρα ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει ὅλον τὸν ἄνθρωπον κρυπτόμενον πολλάκις ἐν ὅσῳ ζῆ, τοῦ ἐπισφραγίζει τὴν ἀληθινὴν δόξαν καὶ τοῦ στένει τρόπαιον ἀκόμη μονιμώτερον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ ἀξιότης του ἔστησεν εἰς Ἀράχωβαν. Ἀκούσατε, στρατιωτικοί, ἀκούσατε, πολῖται τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε, φιλέλληνες καὶ φιλάρετοι Εὐρωπαῖοι, τὰ τῆς τελευταίας ὥρας του.

Θανατηφόρα πληγωμένος ἐφέρθη εἰς τὸ πλοῖον (1) τοῦ μεγάλου στολάρχου τῆς Ἑλλάδος, διὰ νὰ λάβη τὴν δυνατὴν ἰατρικὴν περιποίησιν. Γυμνασμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὸ σπαθὶ καὶ εἰς τὸ τουφέκι, εἰδήμων τῆς φύσεως τῶν πληγῶν, ἐγνώρισε μόνος του ὅτι ἡ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς δὲν θὰ ἴσχυεν, ὅτι ἡ μεγάλη περιποίησις τοῦ στολάρχου δὲν θὰ ἐχρησίμευεν καὶ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦτον ἐγγύς.

Μὲ πνεῦμα τότε ἀτάραχον, μὲ πρόσωπον γαληνὸν καὶ μὲ φωνὴν κατανυκτικὴν ὡμίλησε πρὸς τοὺς περιεστῶτας ὁπλαρχηγούς, παρόντων καὶ τοῦ μεγάλου στολάρχου καὶ τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον :

« Μέγα βάρος μὲ ἐπεφόρτισεν ἡ πατρίς μου. Μὲ δέκα μηνῶν δεινοὺς ἀγῶνας ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου. Δὲν μὲ ἔμενε παρὰ ἡ ζωή. Ἰδοὺ θυσία τῆς πατρίδος καὶ ἡ ζωὴ μου.

Εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἐχρεωστοῦσα, εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἀποδίδω. Ἀποθνήσκω. Οἱ στρατιῶται μου ἂς τελειώσουν τὸ ἔργον μου, ἂς μοῦ ἐλευθερώσουν τάς Ἀθήνας »

Αὐτά εἶπε καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας τοῦ πλάστου του. Τίνος καρδιὰ δὲν κατανύγεται εἰς τοιοῦτον ἄκουσμα ; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι ; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει καὶ τὸ ὄνομα τῆς γλυκυτάτης πατρίδος ἀκόμη τὸ τραυλίζουν τὰ νεκρωμένα χείλη του;

Ἀλλά εἰς ἄνδρας ἀποθνήσκοντας διὰ τὴν πατρίδα εἶναι πολὺ δεκτότεραι ἀπό τούς κλαυθμούς αἱ πράξεις ὑπὲρ πατρίδος, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐθυσιάσθησαν καὶ τῆς ὁποίας καὶ ξεψυχοῦντες εἶχαν εἰς τὸ στόμα τὸ ἅγιον ὄνομα.

Ναί, αἱ πράξεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐδόξασαν ζῶντας, αὐταί καὶ μετὰ θάνατον τοὺς εὐχαριστοῦν πραττόμεναι κατὰ μίμησίν των. Αὐταί ἀναβαίνουν ὡς θυμίαμα εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ὅπου, φοροῦντες οἱ ἀοίδιμοι αὐτοὶ ἄνδρες τῆς ἀρετῆς τοὺς στεφάνους, κάθονται ἀκτινοβολοῦντες πλησίον τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλειότητος.

Στρατιῶται τῆς πατρίδος, οἱ κατὰ τὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς εὑρισκόμενοι, στρατιῶται, τοὺς ὁποίους ὁ Καραϊσκάκης ὡδήγησε τόσες καὶ τόσες φορὲς εἰς τὴν δόξαν.

Ἐνθυμηθῆτε ὅτι δὲν ἐτρέχατε δι’ ἄλλο μαζί του τόσον ἄφοβοι εἰς τοὺς κινδύνους, δὲν ἐχορτάσατε τὰ σπαθιά σας μὲ τάς σάρκας τῶν ἐχθρῶν εἰς Ἀράχωβαν καὶ εἰς Βελίτζαν, δέν τους ἀποδιώξατε αἰσχρῶς ἀπὸ Δίστομον καὶ Σάλωνα, παρὰ διὰ νὰ ἐλευθερώσετε τὴν ὑποδουλωμένην γῆν σας ἀπό τους τυράννους σας.

Κάθε κίνημά σας εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ρούμελης, ἐλέγετε μόνοι σας, εἶναι ὀλισθηρόν, κάθε νίκη ἀκαρποφόρητος, ἂν δὲν ἁρπάσετε ἀπὸ τάς χεῖρας τῶν ἀπίστων τὴν ἱεράν τῶν Ἀθηνῶν πόλιν.

Αὐτό φωνάζοντες οἱ ἴδιοι ἐπαρουσιάσατε τὰ στήθη σας ἔμπροσθεν αὐτῆς τῆς πόλεως, προωρισμένης ἴσως ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν διὰ νὰ γενῆ ἡ πρωτεύουσα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος.

Εἰς πολλάς καὶ δεινὰς περιπλοκὰς μὲ τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς ἐμπλέχθητε. Πεῖναν, γύμνωσιν, παγετοὺς ἐκαταφρονήσατε. Πληγή ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν ἔγινε τὸ σῶμα σας, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στεφανώσετε τά ὑπέρλαμπρα ἔργα σας μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν διάσωσιν.

Ὁ ἀτρόμητος ἀρχηγός σας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μαχόμενος ἀπέθανε καὶ εἰς τὰ χώματα τῆς ἰδίας αὐτῆς πόλεως ἔχυσε τὸ αἷμά του. Στρατιῶται παρόντες καὶ ἀπόντες ! ἀκόμη τὸ αἷμα του ἀχνίζει.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Χθὲς ἡ γῆ ἐπαράλαβε τὸ σῶμα του, σήμερον περιμένει ἀπό σᾶς τάς ἐπιταφίους τιμάς του. Ἀπό σᾶς τάς περιμένει, πλὴν τάς περιμένει ὡς στρατιώτης ἀπὸ στρατιώτας, ὡς ἀποθανών ὑπέρ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ μαχομένους ἀποφασιστικῶς ὑπὲρ Ἀθηνῶν.

Στρατιῶται! ἡ ἠχὼ τῶν ὑστερινῶν λόγων τοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη περιφέρεται ἀκόμη εἰς τάς ἀκοάς μας. Τελειώσατε, Συστρατιῶται, λέγει ὁ ἀρχηγός σας, τὸ ἔργον μου. Ἐλευθερώσατέ μου τάς Ἀθήνας, τάς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου».

Στρατιῶται! αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη του. Σεῖς εἶσθε οἱ ἐκτελεσταί τῆς διαθήκης του. Αὐτὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὸ χυθὲν ὑπὲρ πατρίδος αἷμα του καὶ τό αἷμὰ του ἀκόμη ἀχνίζει καὶ τὸ σῶμα του χθὲς ὁ τάφος τὸ ἐπαράλαβε.

Στρατιῶται! Τιμήσατε καθ’ ὅν τρόπον ὁ ἴδιος σᾶς ἐπαράγγειλε τὴν μνήμην του. Αὐτὸς ἀπέθανεν, ἀλλά τὸ παράδειγμά του ζῆ. Ἀλλά τί λέγω τὸ παράδειγμά του ζῆ; Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἀοράτως μαζί σας, ἀλλά ὄχι πλέον πενιχρά, καταξεσχισμένα καὶ δυσώδη ἐνδεδυμένος, Ὄχι πλέον αὐχμηρὸς ὡς ἐζοῦσε μαζί σας. Αὐτός σᾶς παρουσιάζεται ἐνδεδυμένος τὸ χρυσούφαντον φόρεμα τῆς δόξης, τὸ φόρεμα τὸ ὁποῖον ἐνδύει τὸν στρατιώτην εἰς τὸ στάδιον τῆς μάχης ὁ ὑπὲρ πατρίδος θάνατος.

Αὐτός, Στρατιῶται! αὐτός, καθ’ ἥν στιγμὴν ξεσπαθωμένοι κτυπήσετε τὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν, θὰ σᾶς παρουσιασθῆ ὡς ὁ ἰσχυρὸς ἄγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένοςνεφέλην καὶ ἶρις ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός.

Ναί, τοιοῦτος θὰ σᾶς παρουσιασθῆ, διότι τόση λαμπρότης περιχύνεται μετά θάνατον εἰς ὅποιον ἀποθάνει ὑπὲρ πατρίδος. Αὐτὸν θ’ ἀκούσετε ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπαναλαμβάνοντα μεγάλῃ φωνῆ ὅ,τι καὶ ἐν ὧ ἀνέβαινεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε.

Συστρατιῶται ! τελειώσατε τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τάς Ἀθήνας, τάς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου ….

(1).Τοιαῦται εἰδήσεις ἦσαν καθ’ ἥν ὥραν ἐξεφωνήθη ὁ λόγος.

Πηγή: Αγία Ζώνη

Το είδα εδώ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...