ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Λαογραφία της Μ. Εβδομάδας και της Κυριακής του Πάσχα

Μεγάλη Τετάρτη

Η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί περίοδο πνευματικής, σωματικής αλλά και υλικής προετοιμασίας για το Πάσχα. Οι περισσότεροι, κυρίως οι γυναίκες, παρακολουθούν τις ακολουθίες της εκκλησίας, νηστεύουν και προετοιμάζουν το σπίτι και το τραπέζι του Πάσχα.

Την Μ. Τετάρτη εκτός από το ευχέλαιο στην εκκλησία, αναπιάνουν»(=ανανεώνουν) τη ζύμη για το ζύμωμα του ψωμιού. Όπως αναφέρει ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλους «την Μεγάλη Πέμπτη το σκαφιδάκι της κλησάρισσας είχε τοποθετηθεί στον γυναικωνίτη. Όταν απόλαγε η εκκλησία έκοβε από ένα κομμάτι ζουμάρι, το αλεύρωνε και το έδινε στην καθεμιά ενορίτισσα. Με αυτό πρώτα, αρχής γενομένης, ζυμώνανε την κουλούρα της Λαμπρής. Όσα αβγά γεννούσαν οι όρνιθες τη Μεγάλη Πέμπτη, τά ’βαφαν ξεχωριστά και τά ’βαζαν στα ’κονίσματα-ένα κι ένα ήσαν αυτά για τον πονόλαιμο» (Εστία, 28 Απριλίου 1932).


Μεγάλη Πέμπτη

Την Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη βάφουν το πρωί τα αβγά, βάζουν το πρώτο αβγό-παλιότερα πρόσεχαν να είναι μαύρης κότας- στο εικονοστάσι και πετούν το παλιό στο ποτάμι ή παλιότερα το κρατούσαν επτά χρόνια για να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι, φυλαχτό για τις εγκυες γυναίκες (κρατητήρα). Με το πρώτο αβγό σταύρωναν τα παιδιά, όταν ήταν άρρωστα. Και ο αριθμός των αβγών πρόσεχαν να είναι ορισμένος, το δοχείο να είναι καινούργιο και το νερό με τη μπογιά να μη χυθεί ή βγει από το σπίτι. Ιδιαίτερη δύναμη πίστευαν ότι είχαν τα «ευαγγελισμένα» αβγά, αυτά δηλαδή που παρέμεναν στην εκκλησία μέχρι την Ανάσταση. Τα τσόφλια από τα ευαγγελισμένα αβγά τα έβαζαν στον κήπο, στις ρίζες των δένδρων για να «πιάσουν όλοι οι καρποί». Το πρώτο αβγό το έθαβαν στην πρώτη αυλακιά, όταν άρχιζαν να σπέρνουν για να είναι καθαρό το σιτάρι σαν το αβγό, αλλά και για να βλαστήσει ο σπόρος. Τα αβγά τα έβαφαν με μπακάμι, με ριζάρι, φύλλα από κρεμμύδια κλπ. Σήμερα βάφονται με μπογιές του εμπορίου και ξίδι. Τα κεντούσαν ή τα ζωγράφιζαν με φύλλα, κρεμμυδόφυλλα, ζυμάρι, λειωμένο κερί κλπ.

Σύμφωνα με μια παράδοση «Όταν αναστήθηκεν ο Χριστός, τό ’παν σε μιά χωρική κι αυτή δεν πίστεψε και είπεν: Όταν τ’ αβγά γίνουν κόκκινα, τότε θ’ αναστηθή και ο Χριστός. Και αυτά κοκκίνησαν. Και από τότε τα βάφουν κόκκινα» (Καστοριά). Αλλη παράδοση αναφέρει ότι βάφονται κόκκινα για το αίμα του Χριστού ή για τη χαρά της Αναστάσεως και την αποτροπή του κακού. Για τον ίδιο λόγο αναρτούν στα παράθυρα και τα μπαλκόνια κόκκινα υφάσματα.

Το βάψιμο του αβγού, προχριστιανικού συμβόλου της ζωής, ενισχυμένου με το κόκκινο χρώμα από το αίμα της θυσίας του Χριστού είναι απαραίτητο για το Πάσχα. Μόνο όσοι πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου δεν βάφουν αβγά για το Πάσχα. Αλλά και σ’ αυτούς θα φέρουν οι συγγενείς και οι φίλοι βαμμένα αβγά και από αυτά θα αφήσουν και στον τάφο του αγαπημένου τους νεκρού.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης πηγαίνουν στην εκκλησία για τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Οι γυναίκες μένουν το βράδυ και ξενυχτούν τον εσταυρωμένο. Όλο το βράδυ στολίζουν τον Επιτάφιο με λουλούδια της εποχής και λένε το γνωστό μοιρολόγι της Παναγίας, το οποίο αλλού τραγουδούν αγερμικά (ως κάλαντα) τα παιδιά στα σπίτια για φιλοδώρημα.
Στο Πήλιο γυρνούν τα αγόρια στα σπίτια και λένε το μοιρολόγι της Παναγίας.

Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη ’μέρα
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,

Στη Ρόδο και αλλού στα δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται φωτιές.

Μεγάλη Παρασκευή

Το κάψιμο του Ιούδα
Την Παρασκευή δεν μαγειρεύουν ούτε σκουπίζουν. Τρώνε πρόχειρα και πηγαίνουν το βράδυ στον επιτάφιο. Τα κεριά που καίνε πάνω από τον επιτάφιο τα μοιράζονται κυρίως, όσοι έχουν στην οικογένεια ναυτικό για φυλαχτό.

Στην Κρήτη, τη Λέσβο και αλλού την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου ανάβονται φωτιές, στις οποίες καίγονται ομοιώματα του Ιούδα. Στη Λέσβο μάλιστα «συνεριζότανε παλιά τα χωριά, ποιό θα ανάψει την πιό μεγάλη φωτιά. Για τις φωτιές εκλέβανε ξύλα από τις αυλές. Καίνε του προδότη τα γένεια. Αυτές τις φωτιές δεν τις πηδούν. Ρίχνουν λιβάνι και μοσχοβολάει το χωριό».

Στην Αν. Μακεδονία κατά την περιφορά του Επιταφίου οι γυναίκες τοποθετούσαν στο κατώφλι την εικόνα του Εσταυρωμένου με λουλούδια, κεριά και θυμίαμα. Δίπλα τοποθετούσαν ένα πιάτο στο οποίο είχαν φυτέψει φακή ή κριθάρι πριν μερικές ημέρες και είχαν δημιουργήσει χλόη. Το έθιμο θυμίζει τους αρχαίους «κήπους του Αδώνιδος». Ο Αδωνις σύμβολο της άνοιξης, που γρήγορα μαραίνεται, γιορταζόταν με την έκθεση πάνω σε νεκρικό κρεβάτι ομοιώματος στολισμένου με άνθη και πρασινάδες.

Μεγάλο Σάββατο

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης και γεμίζουν ένα πανέρι με δαφνόφυλλα. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά τα δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν τα πόδια τους στο στασίδι, χτυπούν τις καμπάνες, πυροβολούν και γενικά θορυβούν, για να διώξουν τον θάνατο. Το βράδυ στην Ανάσταση με το Χριστός Ανέστη, χτυπούν οι καμπάνες, τσουγκρίζονται τα αβγά, ρίχνοντι βαρελότα και γενικά δημιουργείται θόρυβος για να φύγει, όπως λένε, ο θάνατος. Στην Κορώνη (Μεσσηνία) σπάζουν ένα τσουκάλι και βαρούν τις καμπάνες. Στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα «ρίχνουν από τα παράθυρα ό,τι άχρηστο αγγείο ευρεθεί «προς χαράν του Χριστού και πομπήν των Εβραίωνε».

Στην Κέρκυρα επίσης οι γυναίκες γεμίζουν ένα κάδο νερό και τον στολίζουν με πρασινάδες και λουλούδια. Όποιος περάσει από εκεί πρέπει να ρίξει στο δοχείο ένα νόμισμα. Και μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Αναστάσεως, παίρνουν νερό και πλένουν το πρόσωπο και τα χέρια τους… Συγχρόνως οι γυναίκες δαγκώνουν, όποιο σιδερένιο αντικείμενο βρουν πρόχειρο (ένα κλειδί) λέγοντας «σιδερένιο το κεφάλι μου!» To M. Σάββατο ζυμώνουν τις πασχαλινές κουλούρες, όσοι δεν πρόλαβαν την Μ. Πέμπτη, και σφάζουν το αρνί (λαμπριάτης, πασχάτης), στέλνουν τα πασχαλινά δώρα στους νονούς και τις αρραβωνιαστικές και επισκέπτονται τα νεκροταφεία.

Κυριακή του Πάσχα

Το Πάσχα (Πασκαλιά, Λαμπρή, Λαμπροφόρα, Καλολόγος) στολίζεται η εκκλησία με κορδέλες και δεντρολίβανο. Οι πιστοί παλιότερα έσβηναν τη φωτιά στα σπίτια τους και με το χτύπημα της καμπάνας ή τη φωνή του καντηλανάφτη πήγαιναν στην εκκλησία. ’Επαιρναν μαζί τους και αβγά κόκκινα για να διαβαστούν. Με αυτά έκαναν το Χριστός Ανέστη. Ήταν τα αβγά του Καλού Λόγου. Μετά την Ανάσταση το νυχτερινό γεύμα είναι ελαφρύ για να μη «βαρυστομαχιάσουν» μετά από την νηστεία. O πασχαλινός αμνός στη σούβλα, ή γεμιστός με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες στο φούρνο, είναι απαραίτητος σε κάθε σπίτι.

Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη, Διπλανάσταση, Αποκερασά), η οποία γίνεται το απομεσήμερο της Κυριακής, παλαιότερα γινόταν ευλόγηση του νωπού τυριού, της γιαούρτης κ.λπ. και διανομή στους εκλησιαζομένους. Ακολουθούσαν οι τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχορεύει ο ιερέας και ακολουθούν κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι. Στην Ήπειρο επισκέπτονταν το νεκροταφείο και χόρευαν γύρω από τους τάφους στους οποίους άφηναν κόκκινα αβγά. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία. Στην περιοχή της Θράκης κατασκεύαζαν κούνια και κουνιώνταν όλοι για να φύγουν οι αρρώστιες και ζυγίζονταν για να διαπιστώσουν αν «φύραναν» κατά τη διάρκεια της χρονιάς. «Τη Λαμπρή θα φορέσουν όλοι καινούργια, πρέπει να βάνουν κάποιο καινούργιο σκουτί, για να μην τους πειράξη ο βρικόλακας» (Κορώνη).

Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης

Το φως που παράγεται με το άναμμα της φωτιάς ή του λύχνου ή των κεριών στάθηκε πάντοτε πολύτιμο για τον άνθρωπο και η παρουσία του θεωρήθηκε ευεργετική σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Έτσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας ανάβονται φωτιές, εξαγνιστικές και καθαρτήριες αλλά και ευπρόσδεκτα φωτιστικές και θερμαντικές τις ανοιξιάτικες νύχτες, δωρίζονται κεριά-λαμπάδες από τους αναδόχους στα πνευματικά τους παιδιά (βαφτιστήρια) ή από τους αρραβωνιασμένους νέους στη μνηστή τους και γενικά χρησιμοποιούνται πολύ από τους πιστούς.

Από την Μ. Πέμπτη ως το Πάσχα ανάβονται φωτιές με ξύλα, τα οποία αφαιρούν τα παιδιά από τις αυλές. Σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου, και όσο διαβάζονται στην εκκλησία τα Δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται με χοντρούς κορμούς πεύκων φωτιές, οι καλαφουνοί ή λαμπρατζία (Κύπρος). Τα παιδιά, που πρωταγωνιστούν στο άναμμά τους, πηδούν πάνω από τη φλόγα και καίνε το μάρτη τους, την κόκκινη κλωστή που έδεναν στο χέρι την πρώτη του Μάρτη για να μην τα μαυρίσει ο ήλιος. Αλλού την ίδια μέρα μαζεύουν από τα σπίτια ξύλα για να ανάψουν την επομένη φωτιά για να κάψουν τον Ιούδα. Ανάλογες συνήθειες σε άλλες περιοχές αποσκοπούν στην καταπολέμηση των ψύλλων, των κοριών και άλλων επιβλαβών ή ενοχλητικών ζωυφίων. Ανάλογες φωτιές, πολύ γνωστές στον Ελληνικό χώρο είναι οι φωτιές του Αι Γιάννη του Λιοτροπιού, στις 24 Ιουνίου. Την ίδια συνήθεια είχαν και όλοι σχεδόν οι ευρωπαϊκοί και βαλκανικοί λαοί. Την διάδοση των σχετικών εθίμων απαγορεύει η εν Τρούλλω έκτη Οικουμενική Σύνοδος (680 μ. Χ.) «τας εν ταις νουμηνίαις υπό τινων προ των οικείων εργαστηρίων ή οίκων αναπτομένας πυράς, ας και υπεράλλεσθαί τινες κατά τι έθος αρχαίον επιχειρούσιν, από του παρόντος καταργηθήναι προστάσσομεν. Όστις ουν τοιούτό τι πράξει αφοριζέσθω». Παρά τις απαγορεύσεις οι φωτιές του Αι Γιάννη του Φανιστή (από το φανός = φωτιά μεγάλη με φλόγα και οι της Μ. Πέμπτης καλαφουνοί=καλοφανοί), εξακολούθησαν να τελούνται διαμέσου των αιώνων, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, μέχρι και σήμερα με χαρακτήρα καθαρτήριο, αποτρεπτικό των ασθενειών και αλεξιτήριο των διαφόρων κακών, θερμαντικό αλλά και επικοινωνιακό.

Τα κεριά του επιταφίου, κίτρινου χρώματος, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό την Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή στον επιτάφιο, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσόν στην εκκλησία και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι. Όταν έβρεχε ή άστραφτε ή έρριχνε χαλάζι άναβαν το κερί και πίστευαν ότι σταματούσε. Κυρίως όμως το κερί το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στο ταξίδι για να απομακρύνουν τις θύελλες.

Οι λαμπάδες της Ανάστασης δώρο του νονού προς τα βαφριστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή του ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες. Σήμερα οι λαμπάδες αποτελούν ένα εμπορικό είδος, πάνω στο οποίο προσαρτούν ποικίλα αντικείμενα του συρμού. Ωστόσο ο κύριος συμβολισμός του δώρου, μεταξύ ατόμων με συγκεκριμένη σχέση, όπως αυτή του αναδόχου προς τον αναδεκτό, ως πηγής φωτός εξακολουθεί να ισχύει.

Τη νύχτα της Ανάστασης ένας επίτροπος παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτό δεν φοβάται από χαλάζι (Φθιώτιδα). Σε αλλες περιοχές (Αγραφα π.χ.) ανάβουν φωτιές στα υψώματα των χωριών τη νύχτα της Αναστάσεως και καίνε τον φανό.

Όταν ο ιερέας και σήμερα λέγει το «δεύτε λάβετε φως» όλοι σπεύδουν να λάβουν πρώτοι το φως και να το μεταδώσουν στους άλλους. Το θεωρούν καλό για τη χρονιά εκείνη. Το φως κρατούν αναμμένο μέχρι να φθάσουν στο σπίτι και με τη φλόγα σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας για την προστασία του σπιτιού. Με το ίδιο φως ανάβουν το καντήλι του εικονοστασίου, το οποίο συντηρούν αναμμένο τρεις μέρες. Το φως αυτό θεωρείται θαυματουργό, επειδή προέρχεται από τον Αγιο Τάφο, αφού μοιράζεται στους ναούς από το Σάββατο. Με αυτό οι ιερείς ανάβουν το ακοίμητο καντήλι στην Αγία Τράπεζα. Το καντήλι αυτό είναι το μόνο που μένει αναμμένο πριν από την Ανάσταση.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...