ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Γιώργος Ζαμπέτας-(1925-1992), «Ένας μεγάλος Λαϊκός Δημιουργός»


      
«Μάτια μου μεγάλα, μάτια μελαγχολικά,
ήπια στάλα - στάλα τα  βαθειά σας μυστικά…»            


Του ζωγράφου
 Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
   
                                                                                                                                                 Ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Ζαμπέτα, το δικό μας Γιώργο, που για πενήντα χρόνια έζησε στο Αιγάλεω «Σίτυ», όπως του άρεσε να το λέει, και που αγάπησε τις γειτονιές του όσο λίγοι, δε θα πρέπει να έχει την μορφή μιας τυπικής αναφοράς. Πολύ περισσότερο δε θα ταίριαζε ο χαρακτήρας μιας νεκρολογίας σε έναν άνθρωπο, που μέχρι την στερνή του ώρα μετουσίωνε την ζωή και τον έρωτα σε τραγούδι. Από μια άποψη,  έστω και  ρομαντική, άνθρωποι σαν τον Ζαμπέτα δεν πεθαίνουν ποτέ.
Δεν τους το επιτρέπει το έργο τους. Για αυτό και η συγγραφή ενός κειμένου που ξεφεύγει από τις τετριμμένες κοινοτυπίες, είναι σίγουρα  περισσότερο αντάξια, προς το έργο και την μεγάλη απλότητα του λαϊκού συνθέτη, που μόχθησε και αναλώθηκε σε καιρούς δύσκολους για να φέρει «χίλια περιστέρια» στους γαλανούς ουρανούς των ονείρων μας. Όταν είναι κανείς δια βίου, ερωτευμένος με την χαρά και τις ομορφιές της ζωής, τότε έχει το προνόμιο να μπορεί και να αγαπιέται πολύ.


Ο Γιώργος  Ζαμπέτας, που γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Ακαδημία Πλάτωνος στον Κολωνό, ήταν το 4ο παιδί της πολυμελούς οικογένειας του Μιχάλη και της Μαρίκας Ζαμπέτα. Ο πατέρας κουρέας στο επάγγελμα, ήταν επίσης και ερασιτέχνης μουσικός, που συχνά μετέτρεπε το κουρείο σε σημείο συνάντησης της μουσικής του παρέας. Εκεί ο μικρός Γιώργος, άκουγε τραγούδια του Μ. Βαμβακάρη, του Αν. Δελιά, του Μπάτη και του Στρ. Παγιουμτζή, ερεθίσματα καθοριστικά για την  προδιαγραφή του πεπρωμένου του, αλλά και την κατοπινή μουσική του εξέλιξη. Σε ηλικία 6 ετών άρχισε να μαθαίνει σιγά -σιγά  στο μπουζούκι του πατέρα του, που κρεμόταν στον τοίχο του  κουρείου,  ανάμεσα σε μια κιθάρα και ένα παλιό όπλο. Το όργανο αυτό, από την πρώτη στιγμή κέρδισε με τους γλυκούς του ήχους, την ευαίσθητη παιδική του ψυχή.

Το 1938 σε ηλικία 13 ετών, καθώς γυρίζει απ΄τα μαθήματα του νυκτερινού γυμνασίου, πηγαίνει τακτικά στο ΔΑΣΟΣ, στο θρυλικό μαγαζί με μπουζούκια του Αντ. Βλάχου κάπου στο Βοτανικό Κήπο. Εκεί, σκαρφαλωμένος στον τοίχο άκουγε με κατάνυξη τις γλυκιές πενιές, τα μυθικά τραγούδια των Μάρκου, Στράτου, Τσιτσάνη και Χιώτη τους οποίους γνωρίζει. Το μπουζούκι τον είχε κυριολεκτικά μαγέψει. Στις 6 Μαρτίου 1946, η οικογένεια  μετακομίζει στο Αιγάλεω, στη συνοικία που λάτρεψε και τον λάτρεψε, ανοίγοντας έτσι ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του. Παρόλες τις αντιδράσεις των δικών του και τις πιέσεις που δεχόταν, για να αλλάξει τους επαγγελματικούς του προσανατολισμούς -αιτία ήταν το κακό όνομα που είχε άδικα βγάλει τότε το λαϊκό τραγούδι και οι λειτουργοί του- ο νεαρός Ζαμπέτας είχε τελεσίδικα αποφασίσει για το μέλλον του. Φτιάχνει συγκρότημα με μια παλιοπαρέα και παίζουν στις ταβέρνες του Αιγάλεω, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται σε εργοστάσιο καλωδίων στου Ρούφ.

Η σχέση του με τον Στρ. Παγιουμτζή, που ήταν γειτονάς του, ήταν καθοριστική για την πορεία του. Σύντομα μπαίνει στον κύκλο των Μητσάκη, Μπίνη, Χιώτη, Μπέμπη στον τεκέ του ΓΙΑΝΝΑΚΗ. Μετά την απόλυσή του από την Αεροπορία το 1945-47, παίζει και συχνάζει στον τεκέ του ΛΑΖΑΡΟΥ στο Αιγάλεω, ήταν οι εποχές που η χρήση του χασίς δέν ήταν τόσο αξιόποινη. Στο μπαράκι του ΜΑΡΙΟΥ στην Ίωνος, που την εποχή εκείνη ήταν το στέκι όλων των μουσικών και των συνθετών, τον συστήνει ο Στράτος με τα καλύτερα λόγια. Το 1950 βαπτίζεται στο σανίδι, παίζει με τον Μπίνη σε ένα μαγαζί στο Γαλάτσι. Το ίδιο καλοκαίρι πήγε στις τζιτζιφιές σε μεγάλο μαγαζί στο ΦΑΛΗΡΙΚΟ με τους Πρ. Τσαουσάκη, Μπέμπη και Μπίνη. Το επόμενο καλοκαίρι εμφανίζεται πάλι στο ίδιο κέντρο και παίζει με το μεγάλο Τσιτσάνη αυτή τη φορά. Όλοι συζητούν για αυτόν και τη γρήγορη εξέλιξή του. Παίζει στο κοσμικότερο μαγαζί την ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. Η καλλιτεχνική του άνοδος είναι πια γεγονός και όλοι τον προτιμούν.

Συνεργάζεται στενά με τον Μητσάκη και το χειμώνα του 1951, παίζει για πρώτη φορά μπουζούκι, στον κινηματογράφο στην ταινία «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ» με το τραγούδι «Μια γυναίκα δύο άντρες κομπολόϊ δίχως χάντρες». Αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας μεγάλης καριέρας. Στη δεκαετία του ΄60, θα είναι ο ευνοούμενος των κινηματογραφικών παραγωγών, αφού έπαιξε συνολικά σε  140 ταινίες. Από το 1945, είχε αρχίσει ήδη να γράφει δικά του τραγούδια, ενώ ξεκινά συνεργασία με το μεγάλο στιχουργό Τσάντα ( Χαρ. Βασιλειάδη ), συνεργασία που αποδίδει τραγούδια, όπως το «να μας ζήσουν τα μπουζούκια». Το 1952, με την μεσολάβηση του Τσάντα, ετοιμάζει τον πρώτο του δίσκο στην Columbia, που όμως δεν είχε μεγάλη επιτυχία, αφού πούλησε μόνο 258 δίσκους. Το 1954, μπαίνει στην εταιρία ODEON, όπου παίζει επίσημα σαν βιρτουόζος του μπουζουκιού σε ηχογραφήσεις τραγουδιών κι άλλων συνθετών.

Την εποχή εκείνη παντρεύεται την Αργυρώ, τη σύντροφο της ζωής του. Σε μεγάλη επιτυχία οδηγεί το 1954 η δισκογραφική του συνεργασία με τον μεγάλο Στ. Καζαντζίδη στο «αφήνω γειά στην μάνα μου». Την ίδια εποχή μαζί με τον Αλλάχ, τον Μπ. Πουλέα τον Στράτο και την Ανθ. Αλιφραγκή, ανοίγουν στο Αιγάλεω την ταβέρνα ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΑΧ, όπου ο Ζαμπέτας είναι επικεφαλής του προγράμματος με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το 1956, παίζει στο μαγαζί του Αντ. Βλάχου μαζί με τον Μάρκο, που είχε βρεθεί στο περιθώριο την εποχή εκείνη, κάτι που τον πονούσε ιδιαίτερα να βλέπει, αφού στο πρόσωπο του Μάρκου κι άλλων παλιών συνθετών αναγνώριζε «τις κολώνες του Παρθενώνα». Τον Οκτώβρη του 1957, πήγε να παίξει στην Ν. Υόρκη στην Αμερική, όπου όμως όλες του οι προσδοκίες για επιτυχία διαψεύστηκαν. Από το 1958 και μετά, η δουλειά τον κυνηγάει συνέχεια.

Συνεργάζεται με τον Καζαντζίδη που μεσουρανεί εκέινη την εποχή, στο τραγούδι «βαθειά στη θάλασσα θα πέσω», με τον Περπινιάδη, την Χρυσάφη, Αναγνωστάκη, Γαβαλά, Ρία Κούρτη κ.αλ. Ηχογραφεί με τον μέντορα του Στράτο Παγιουμτζή, το τραγούδι «Χάρος», που έμεινε στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και ήταν το κύκνειο άσμα του Στράτου. Το 1960, ξεκινάει την συνεργασία του με τον Χατζιδάκη, στις μουσικές που έχει γράψει για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και έπαιξε μπουζούκι «Στα παιδιά του Πειραιά», που τραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη και στο «Αθήνα» με την Ν. Μούσχουρη. Ειδικά το πρώτο τραγούδι, μετά τη μεγάλη επιτυχία της ταινίας στις Κάννες, έγινε ο μεγαλύτερος σε πωλήσεις ελληνικός δίσκος παγκοσμίως. Το 1963, συμμετέχει στη «σύμπραξη καλλιτεχνικών δυνάμεων» στο θέατρο ΠΑΡΚ, στις ιστορικές παραστάσεις των Χατζιδάκη-Θεοδωράκη και συνεργάζεται με τον Γρ. Μπιθικώτση. Παίζει ακόμα με τον Θεοδωράκη στην παράσταση του Ιακ. Καμπανέλη «Η γειτονιά των Αγγέλλων», και ηχογραφούν δίσκο, από όπου βγήκε η μεγάλη επιτυχία του θέματος του Ζορμπά «Στρώσε το στρώμα σου για δυό».

Το 1962, γνωρίζεται με τη Β. Μοσχολιού και γίνεται η αρχή μιας μεγάλης συνεργασίας ανάμεσα τους. Ακολουθεί συνεργασία με τον Στ. Ξαρχάκο στα «Κόκκινα φανάρια», «Άπονη ζωή», «Όνειρο δεμένο» με τον Γαβαλά. Η δεκαετία του '60, είναι για τον Ζαμπέτα μια περίοδος μεγάλης δημιουργικότητας και βρίσκεται συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Ανακαλύπτει και υποστηρίζει νέες φωνές και τραγουδιστές, που με ένα τραγούδι του καθιερώνονται στον χώρο, όπως ο Π. Αναγνωστάκης,  η  Μαρινέλλα, που τραγουδάει το «σταλιά-σταλιά», ο Δ. Μητροπάνος, Π. Τζανετής, Τ. Βοσκόπουλος, Μανταλένα, Μ. Μπλάνς, Κόκκοτας, με τραγούδια αξέχαστα σαν τα «Δειλινά», «Ξημερώματα», «Που πας χωρίς αγάπη» κ.αλ. Ανάμεσα στο κοινό του περιλαμβάνονται απλοί άνθρωποι, μουσικοί, ηθοποιοί, πολιτικοί και διασημότητες, όπως ο Αρ. Ωνάσης, ο Πατέρας, ο Λαιμός, ο Αντ. Κουήν, η Τζ. Μάνσφηλντ, ο Ζάν Μορώ, ο Πιέρ Καρντέν, ο Δ. Ψαθάς, η Καρέζη, η Λάσκαρη, ο Κωνσταντάρας.

Στην δεκαετία του '70, τα πράγματα στην δισκογραφία και στα νυκτερινά μαγαζιά αλλάζουν δραματικά, αφού είναι πια η εποχή των τραγουδιστών και οι συνθέτες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Είναι η εποχή που όλοι τον εγκαταλείπουν, που αισθάνεται μόνος. Τότε στην προσπάθεια του να επιβιώσει μέσα στον κυκεώνα των αλλαγών, ξεκινάει μια δεύτερη μεγάλη καριέρα τραγουδώντας ο ίδιος τα τραγούδια του. Δημιουργεί συγκλονιστικά προσωπικά τραγούδια σαν το «Μάλιστα κύριε», το «Που είσαι Θανάση», τον «Πενηντάρη», κλπ. Στα μαγαζιά που δουλεύει κάνει σόου και διάλογο με τους πελάτες, κάποιοι διαφωνούν με το στύλ του και τον κατηγορούν. Το 1980, αρρώστησε με πρόβλημα στους πνεύμονες και ήταν αναγκασμένος να ζεί με σωληνάκια οξυγόνου στην μύτη. Όλοι όσους είχε βοηθήσει τον είχαν εγκαταλείψει. Οι εταιρίες δίσκων τον αγνοούσαν σαν να μην είχε υπάρξει, δεν του τηλεφωνεί κανείς, όμως δε το βάζει κάτω. Όπως τότε με τον Μάρκο και τον Στράτο και τους άλλους μεγάλους του ρεμπέτικου, που τους πέταξαν σαν «στιμένες λεμονόκουπες» και ο Ζαμπέτας πονούσε για αυτούς. Έτσι και αυτός είχε την ίδια τύχη και ένα μεγάλο παράπονο.

To καλοκαίρι του '90 τον αναπτέρωσε.΄Εκλεισε πάλι δουλειά σε καλό μαγαζί με τις φίρμες της εποχής. Δούλευε πολύ, ως τα ξημερώματα, ταλαιπωριόταν, όμως ήταν ευτυχής και ακμαίος. Η μεγάλη χαρά και ικανοποίηση, έρχονται ένα χρόνο αργότερα, όταν τον φώναξαν να κάνει ένα νέο δίσκο. Τότε φτιάχτηκαν τα «Χίλια περιστέρια», η τελευταία μεγάλη του επιτυχία. Ο Νοέμβρης του 1991, τον βρίσκει να δουλεύει σε κέντρο Α' κατηγορίας στα ΠΑΛΙΑ ΔΕΙΛΙΝΑ, το παλιό  ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ, το μαγαζί που είχε φτιάξει ο Ζαμπέτας πριν πολλά χρόνια. Στις αρχές του 1992, δεν ένοιωθε καλά, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, πονούσαν τα κόκκαλά του. Μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Στο νοσοκομείο, ούτε ένα τηλεφώνημα, το ελάχιστο ενδιαφέρον από κάποιον. Ο ίδιος αγωνίζεται σαν παλληκάρι, αλλά στο τέλος υποκύπτει στη δύναμη του μεγαλύτερου εχθρού.

Τρίτη, 10 Μαρτίου 1992, 10.15΄ το πρωί, ο Γιώργος Ζαμπέτας φεύγει πλήρης ημερών και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ένας από τους μεγαλύτερους λαικούς συνθέτες, άφθαστος βιρτουόζος του μπουζουκιού, που συνέβαλε στην είσοδο του ταπεινού, λαϊκού οργάνου, στα αστικά σαλόνια. Σε μια εποχή, όπως η δική μας, που το λαϊκό τραγούδι φθίνει και παρακμάζει παγιδευμένο στην επιτήδευση και σε όλα τα δήθεν, η ανάμνηση του έργου ανθρώπων, όπως ο Ζαμπέτας, γίνεται σημείο αναφοράς μιας  αλήθειας, όπου το άρωμα μιας άλλης εποχής σμίγει μέσα του την μουσική παράδοση  του ρεμπέτικου με τα πιό βαθειά  βιώματα του λαϊκού ανθρώπου.

                       «Είχα ένα παλιόφιλο, τα ίχνη του έχω χάσει...
                          πού΄σαι Θανάση, πού ΄σαι  Θανάση..»


Πηγές:

«Βίος και Πολιτεία Γιώργου Ζαμπέτα - Και η βρόχα έπιπτε στρέϊτ θρου, »-Ιωάννα Κλειάσιου 1997, εκδόσεις «Ντέφι»

                                    

1 σχόλιο:

  1. Τι μας λες βρε συγγραφέα, θα μας τρελάνεις; Εξήντα επτά χρόνων άνθρωπος είναι πλήρης ημερών;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...